- αἰμίθεος
- αἰμίθεος, [dialect] Aeol. for ἡμί-, Alc.Supp.8.13. [full] αἰμίονος, [dialect] Aeol. for ἡμί-, Sapph.Supp.20.14. [full] αἴμισυς, [dialect] Aeol.for ἥμισυς, q.v.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμι- — αἱμι (πρβλ. αἱμίθεος, αἱμίονος) (Α) αιολικός τύπος αντί ἡμι (ἡμίθεος, ἡμίονος) … Dictionary of Greek
ημίθεος — Μυθολογικός όρος.Αυτός που ο ένας από τους γεννήτορές του είναι θεός και o άλλος θνητός. Έτσι ονομάζονταν στην ελληνική μυθολογία καθώς και στις μυθολογικές παραδόσεις άλλων λαών οι ήρωες που πραγματοποίησαν άθλους ανώτερους από το κοινό μέτρο,… … Dictionary of Greek